- ξεκοριάζω
- μετ. выводить клопов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκοριάζω — 1. καθαρίζω κάτι ή από κάπου τους κοριούς 2. απαλλάσσομαι από τους κοριούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κοριάζω (< κοριός)] … Dictionary of Greek
ξεκόριασμα — το [ξεκοριάζω] καθάρισμα ή απαλλαγή από τους κοριούς … Dictionary of Greek